1. Τι είναι η ΝΔΤ (Νέα Διεθνής Τάξη) και η Παγκοσμιοποίηση;

Η απώτερη αιτία της οικονομικής (και όχι μόνο) καταστροφής είναι η ένταξή μας στην ΕΕ και μέσω αυτής στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι απλά η συνέχιση της αποτυχημένης απόπειρας στις αρχές του περασμένου αιώνα για τη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, όπως ισχυρίζονται αναχρονιστικές εκδοχές του Μαρξισμού που βασίζονται σε αντίστοιχα αναχρονιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού και του υπερ-ιμπεριαλισμού οι οποίες αγνοούν το θεμελιακό γεγονός που χαρακτηρίζει τη σημερινή παγκοσμιοποίηση: την ουσιαστική απώλεια της οικονομικής και, συνακόλουθα, της πολιτικής (αλλά και πολιτιστικής) κυριαρχίας, δηλαδή την ουσιαστική, (μολονότι ακόμη όχι και τυπική), κατάργηση του κράτους-έθνους. Η πρώτη δηλαδή απόπειρα παγκοσμιοποίησης απέτυχε, ακριβώς διότι σε ένα θεσμικό πλαίσιο ισχυρών κρατών-εθνών, κάποια από τα οποία ήταν και αυτοκρατορίες, ήταν αδύνατο το γενικό άνοιγμα και απελευθέρωση των αγορών και ήταν αυτή ακριβώς η αποτυχία της πρώτης απόπειρας παγκοσμιοποίησης που οδήγησε σε δυο παγκόσμιους πολέμους.

είναι δηλαδή μια δομική αλλαγή του καπιταλιστικού συστήματος που γεννήθηκε και καθολικεύτηκε χάρη στην μαζική εξάπλωση των πολυεθνικών μετά την δεκαετία του 1970, οι οποίες σήμερα ελέγχουν το παγκόσμιο εμπόριο και παραγωγή, μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο που καθόρισαν οι ίδιες, με βάση τους διεθνείς οργανισμούς κάτω από τον έλεγχό τους, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, το ΔΝΤ αλλά και οικονομικές ενώσεις όπως η ΕΕ και η NAFTA.

Το θεσμικό αυτό πλαίσιο συνοψίζεται στο άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου και τις «ελαστικές» εργασιακές σχέσεις που καθιερώνουν την ανταγωνιστικότητα σαν το παγκόσμιο κριτήριο του τι, πώς και πού θα παραχθεί. Η σημερινή επομένως παγκοσμιοποίηση, είναι, εντελώς νέο φαινόμενο, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Πράγμα βέβαια καθόλου περίεργο, αν ληφθεί υπόψη ότι η κυριαρχία των πολυεθνικών στο εμπόριο και την παραγωγή καθώς και το σημερινό άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων, που συνιστούν την ουσία της παγκοσμιοποίησης, είναι πρωτόγνωρα φαινόμενα που ολοκληρωθήκαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.

της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης διαδέχτηκε επομένως την προηγούμενη διεθνή τάξη που είχε καθιερωθεί στη Δύση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι κυρίαρχες πια ΗΠΑ ξεκίνησαν μια εκστρατεία για την απελευθέρωση των αγορών, δημιουργώντας ουσιαστικά μια νέα αυτοκρατορία που θεμελιωνόταν στις ελεύθερες αγορές σε αντίθεση με τις προπολεμικές αυτοκρατορίες (Βρετανική, Γαλλική κ.λπ.) που καταλύθηκαν και θεμελιωνόντουσαν μόνο στην πολιτικοστρατιωτική δύναμη της κάθε αυτοκρατορίας. Από την άλλη μεριά, στην «Ανατολή» (Σοβιετικό στρατόπεδο, Κίνα κ.λπ.) είχε εγκαθιδρυθεί ένα είδος κρατικού σοσιαλισμού που αντιμαχόταν το καπιταλιστικό σύστημα στη Δύση.

Στο πλαίσιο όμως του «Ψυχρού Πολέμου» μεταξύ των δυο συστημάτων, εγκαθιδρύθηκε στη δυτική Ευρώπη ένα είδος σοσιαλδημοκρατίας που βασιζόταν στον έλεγχο της οικονομίας της αγοράς με στόχο την δημιουργία ενός κοινωνικού κράτους για την κάλυψη βασικών αναγκών των πολιτών όπως η Υγεία, η Παιδεία και άλλες κοινωνικές υπηρεσίες, το οποίο χρηματοδοτείτο βασικά μέσω της φορολογίας των ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων. Το κοινωνικό αυτό κράτος της σοσιαλδημοκρατίας ήταν επομένως στο στόχαστρο των ελίτ που έλεγχαν την παγκοσμιοποίηση στη Νέα Διεθνή Τάξη, η οποία δικαιολογημένα ονομάστηκε «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση» αφού απέβλεπε ακριβώς στο άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών (όπως πρότειναν πάντα οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι και πολιτικοί) .

Σημαίνει απλά ότι μόνο οι ανταγωνιστικές μονάδες, χώρες ή άνθρωποι επιβιώνουν σε ένα ανελέητο ανταγωνισμό όπου ο ισχυρότερος οικονομικά ή πολιτικά επιβιώνει σε βάρος του ασθενέστερου–αυτή είναι η νεοφιλελεύθερη κοινωνία. Αντίθετα, σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, ο στόχος είναι η κάλυψη των αναγκών όλων των πολιτών και όχι μόνο των πιο ανταγωνιστικών. Σε αυτόν το στόχο απέβλεπε και η σοσιαλδημοκρατική κοινωνία και σε αυτό τον στόχο, έστω έμμεσα, απέβλεπε και η μεταπολεμική διεθνής Τάξη, διότι βέβαια τα εκατομμύρια των Ρώσων, Βρετανών, Αμερικανών κλπ που έδωσαν τη ζωή τους στον Β΄ ΠΠ το έκαναν για μια καλύτερη κοινωνία: οι Άγγλοι ή Αμερικανοί εργάτες, που είχαν γνωρίσει τη Μεγάλη Κρίση του 1929, για να μην μένουν άνεργοι στον δρόμο, επειδή «έτσι αποφάσισε η αγορά», οι Ρώσοι για να επεκτείνουν την Επανάσταση του ’17 και να δημιουργήσουν μια πραγματικά σοσιαλιστική κοινωνία κλπ. Σήμερα, όμως, στη ΝΔΤ πανηγυρίζει η τεχνοκρατική διεθνής ελίτ γιατί «τα βιομηχανικά κέντρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αστικές περιοχές της αλλά και μικρές χώρες με ανταγωνιστικές οικονομίες είναι οι μεγαλύτεροι ωφελημένοι της ενιαίας αγοράς της ΕΕ» (Μελέτη του ιδρύματος Bertelsman, Μάης 2019). Στην πραγματικότητα βέβαια οι ωφελημένοι της ενιαίας αγοράς και της παγκοσμιοποίησης γενικότερα είναι μόνο οι εργαζόμενοι στα βιομηχανικά κέντρα της ενιαίας αγοράς που επιλέγουν οι πολυεθνικές, ενώ οι υπόλοιποι καταδικάζονται στην ανεργία, την υποαπασχόληση ή την πρώιμη συνταξιοδότηση. Όλοι αυτοί ψήφισαν και αγωνίζονται μέσα από το Μπρέξιτ, ή τα Κίτρινα Γιλέκα κλπ για την εθνική και οικονομική κυριαρχία των λαών που καταργεί η ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, την οποία διαχειρίζεται η Υπερεθνική Ελίτ (Υ/Ε).

Μπορούμε να ορίσουμε την «υπερεθνική ελίτ» ως την ελίτ η οποία αντλεί τη δύναμή της (οικονομική, πολιτική ή γενικότερα κοινωνική) από τη λειτουργία της στο υπερεθνικό επίπεδο, γεγονός που σημαίνει πως δεν εκφράζει μόνο, ή έστω κυρίως, τα συμφέροντα ενός συγκεκριμένου έθνους-κράτους.

Η υπερεθνική ελίτ αποτελείται από:

  • τις υπερεθνικές οικονομικές ελίτ, δηλαδή τα διευθυντικά στελέχη των κυριότερων πολυεθνικών και τις θυγατρικές τους,
  • τις υπερεθνικές πολιτικές ελίτ, δηλαδή τους γραφειοκράτες και πολιτικούς οι οποίοι παίζουν υπερεθνικό ρόλο και μπορεί να εδράζονται είτε σε μεγάλους διεθνείς οργανισμούς είτε στις κρατικές μηχανές των κυρίαρχων οικονομιών της αγοράς και κυρίως αυτής των ΗΠΑ, και τέλος
  • τις υπερεθνικές τεχνοκρατικές ελίτ, των οποίων τα μέλη παίζουν κυρίαρχο ρόλο στα διάφορα διεθνή ιδρύματα, τις ομάδες διαμόρφωσης πολιτικής (think tanks), τα ερευνητικά κέντρα των μεγάλων διεθνών πανεπιστημίων, τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης κ.τ.λ.

Η Υπερεθνική Ελίτ είναι επομένως μία ελίτ, επειδή τα μέλη της κατέχουν κυρίαρχη θέση μέσα στην κοινωνία, ως αποτέλεσμα της οικονομικής, πολιτικής, ή ευρύτερα κοινωνικής, δύναμης που συγκεντρώνουν στα χέρια τους.

Και είναι μια υπερεθνική ελίτ, επειδή τα μέλη της, σε αντίθεση με τις εθνικές ελίτ, βλέπουν πως ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλίσουν την προνομιούχα θέση τους στην κοινωνία δεν είναι η εξασφάλιση της αναπαραγωγής κάποιου πραγματικού ή φανταστικού έθνους-κράτους, αλλά η διασφάλιση της παγκόσμιας αναπαραγωγής του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» (και όχι απλώς η προώθηση των συμφερόντων του παγκόσμιου κεφαλαίου). Με άλλα λόγια, η νέα υπερεθνική ελίτ βλέπει τα συμφέροντά της σε συνάρτηση με τις διεθνείς παρά με τις εθνικές αγορές, στη διεθνή παρά στην εθνική σκακιέρα.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια ότι δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των υπερεθνικών επιχειρήσεων (π.χ. μεταξύ των «Αμερικανικών» σε σχέση με τις «Ευρωπαϊκές» υπερεθνικές) ως προς τη διαχείριση της Νέας Διεθνούς Τάξης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλά οι διαφορές αυτές ποτέ δεν ξεπερνούν ή αναιρούν τον κοινό στόχο της παγίωσης και επέκτασης σε όλο τον κόσμο της ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Είναι λοιπόν σαφές πως η υπερεθνική ελίτ δεν έχει εγκαθιδρύσει κάποιο εδαφικό κέντρο εξουσίας, αφού είναι ένας αποκεντρωμένος μηχανισμός κυριαρχίας. Αυτό σημαίνει πως αυτή η ελίτ δεν βασίζεται σε κάποιο συγκεκριμένο έθνος-κράτος, ούτε καν στις ΗΠΑ, αν και φυσικά δεν διστάζει να χρησιμοποιεί τη δύναμη συγκεκριμένων κρατών για να πετύχει τους στόχους της -ιδιαίτερα όταν αυτό το κράτος συμβαίνει να είναι η ηγετική στρατιωτική δύναμη!