3. Γιατί έγινε η ευρωζώνη και ποιος ο ρόλος του ευρώ;

Γιατί το Ευρώ ήταν αναγκαία συνέπεια της παγκοσμιοποίησης;

Η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς οδηγεί στην αντίστοιχη διεθνοποίηση του νομίσματος, σε πρώτο στάδιο με τη  διαμόρφωση τριών βασικών νομισμάτων (ευρώ, δολάριο, γεν) και σε τελικό στάδιο, πιθανώς, ενός παγκόσμιου νομίσματος. Οι συνθήκες άλλωστε του Μάαστριχτ (1992) και του Άμστερνταμ (1997) είχαν ήδη επιβάλλει μια σειρά ρυθμίσεων (κοινή κεντρική τράπεζα, κοινό νόμισμα, κριτήρια σύγκλισης) που στην ουσία σήμαιναν ότι τα κράτη-μέλη θα στερούνται οποιασδήποτε δυνατότητας άσκησης ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής. Φυσικά η απώλεια της οικονομικής κυριαρχίας και ιδιαίτερα του νομίσματος μιας χώρας είναι βασική συνιστώσα της απώλειας εθνικής κυριαρχίας.

Έτσι, η είσοδος στην Ευρωζώνη σημαίνει:

  • Στο νομισματικό τομέα, ότι οι βασικές αποφάσεις για τον έλεγχο του κοινού νομίσματος, τα επιτόκια κ.λπ. παίρνονται από την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα και όχι από την κεντρική τράπεζα και τις νομισματικές αρχές του κάθε κράτους-μέλους.
  • Στο δημοσιονομικό τομέα, τα κράτη-μέλη υποχρεώνονται, με την απειλή αυστηρών προστίμων και άλλων κυρώσεων, να ελαχιστοποιούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα.
  • Τέλος, στον τομέα της συναλλαγματικής πολιτικής, τα κράτη-μέλη στερούνται ενός βασικού μέσου για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας: της δυνατότητας υποτίμησης του νομίσματος. Η μόνη δυνατότητα που μένει κάτω από τις συνθήκες αυτές είναι η συμπίεση του κόστους παραγωγής και η ελαχιστοποίηση του φορολογικού βάρους πάνω στα κέρδη και τα εισοδήματα της οικονομικής ελίτ. Η εξαφάνιση για παράδειγμα της δραχμής, από μόνη της, δεν βελτιώνει την παραγωγική δομή της χώρας, αλλά απλώς σημαίνει την απώλεια ακόμη και της τυπικής οικονομικής αυτονομίας, καθώς και του δικαιώματος να ασκείται οικονομική πολιτική σύμφωνα με τις δικές μας ανάγκες. Έτσι, οι συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ που καθιέρωσαν την ΟΝΕ και το ευρώ επιβάλλουν μια σειρά ρυθμίσεων (κοινή κεντρική τράπεζα, κοινό νόμισμα, κριτήρια σύγκλισης) που στην ουσία σημαίνουν ότι τα κράτη-μέλη στερούνται οποιασδήποτε δυνατότητας άσκησης ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής.

Η σημερινή επομένως μετατροπή της Ελλάδας σε ουσιαστικό προτεκτοράτο της ΕΕ είναι απλά η αποκορύφωση της αποτελεσματικής υπονόμευσης  της οικονομικής κυριαρχίας που επέβαλε η ένταξή μας στην Ενιαία Αγορά αρχικά, και στην Ευρωζώνη στη συνέχεια.

 

Αυτό μπορούμε να το δούμε εξετάζοντας τις συνέπειες μιας κρίσης «ανισορροπιών» μεταξύ μιας μητροπολιτικής χώρας όπως η Γερμανία και μιας χώρας όπως η Ελλάδα. Σήμερα, η κρίση δεν εκδηλώνεται πια μέσα από την πίεση των αγορών στο νόμισμα της χώρας που δεν συγκλίνει σε ανταγωνιστικότητα με αυτό της Γερμανίας, αλλά με την αντίστοιχη πίεση των αγορών στις τιμές των κρατικών ομολόγων της, εφόσον η χώρα αυτή, για να αντιμετωπίσει τα συμπτώματα της έλλειψης ανταγωνιστικότητας (δηλαδή τα δημοσιονομικά ελλείμματα και αυτά στο Ισοζύγιο Πληρωμών) θα έχει ήδη καταφύγει στον δανεισμό, συνήθως μάλιστα στον εξωτερικό δανεισμό που την κάνει απόλυτα ευάλωτη στους ξένους πιστωτές. Έτσι, οι πιστωτές, για να εισπράξουν τα οφειλόμενα (αν είναι ληξιπρόθεσμα) ή να εξασφαλίσουν την πληρωμή τους στο μέλλον, είναι σε θέση (δημιουργώντας κρίση εμπιστοσύνης στις αγορές και πιέζοντας αντίστοιχα προς τα κάτω τις τιμές για τα κρατικά ομόλογα της προβληματικής χώρας) να επιβάλλουν τις «πολιτικές λιτότητας» (μέσω του ΔΝΤ, της ΕΚΤ κ.λπ.) που θα συμπιέσουν μισθούς και συντάξεις και θα επιτρέψουν την αποπληρωμή των χρεών μέσα από την επέκταση της ανεργίας και της φτώχειας ―όπως ακριβώς έγινε στην Ελλάδα με τα Μνημόνια των συστημικών κομμάτων και της «Αριστεράς» των πολιτικών απατεώνων του ΣΥΡΙΖΑ.

Στην πραγματικότητα, μάλιστα, όπως λειτούργησε το ευρώ, έγινε πεντακάθαρο το ποιός ωφελείται περισσότερο από την Ευρωζώνη και γιατί δημιουργήθηκε το ευρώ. Όπως δείχνει σε ένα αποκαλυπτικό άρθρο του ο Martin Wolf*, το ευρώ σχεδιάστηκε (βασικά από τη Γερμανική οικονομική ελίτ) με στόχο την καλύτερη εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων. Και αυτό γιατί η ανάπτυξη της Γερμανικής οικονομίας εξαρτάται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι άλλες μεγάλες οικονομίες της ΕΕ (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία) από τις εξαγωγές της, όπως δείχνει το γεγονός ότι το 47% της συνολικής ζήτησής της προέρχεται από τις εξαγωγές, έναντι μέσου όρου στις άλλες τρεις μεγάλες οικονομίες 28%**. Όπως μάλιστα δείχνει ο Wolf, τα 2/3 της Γερμανικής ανάπτυξης, στην περίοδο 2000-2008, οφείλονταν στην αύξηση των εξαγωγών. Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανική οικονομική ελίτ, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη Ευρωπαϊκή ελίτ στο «διευθυντήριο» της ΕΕ, χρειάζεται τις ξένες αγορές και εξαρτάται, επομένως, απόλυτα από την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της. Και η ανταγωνιστικότητα αυτή, αν πάρουμε δεδομένο ότι η Γερμανική οικονομία, σαν μια από τις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, δεν αντιμετωπίζει διαρθρωτικά προβλήματα όπως οι χώρες στην περιφέρεια της ΕΕ, εξαρτάται βασικά από την ισοτιμία του νομίσματος στο οποίο πουλά τα προϊόντα της. Όσο πιο σταθερή είναι η ισοτιμία (που σημαίνει μικρό ―ή ακόμη και μηδενικό― πληθωρισμό) τόσο το καλύτερο για τα Γερμανικά προϊόντα που χαρακτηρίζονται από υψηλή ανταγωνιστικότητα που ήδη ενσωματώνουν (χάρη στο ανώτερο Γερμανικό επίπεδο ανάπτυξης) και ανώτερη τεχνογνωσία.
Το γεγονός επομένως ότι η Γερμανία είναι η χώρα που αποκόμισε τα μεγαλύτερα οφέλη από την ΕΕ και την Ευρωζώνη, ενώ οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου τα μικρότερα, αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι. Όχι μόνο, όταν θεσμοποιούταν η Ευρωζώνη, η Γερμανία ήδη διέθετε υψηλή σχετικά παραγωγικότητα εργασίας και ανταγωνιστικότητα, αλλά με το Ευρώ ουσιαστικά «πάγωσε» αυτές τις αποκλίσεις. Και αυτό, εφόσον η μεν Ενιαία Αγορά, σε συνθήκες κοινού νομίσματος, επέφερε σχετική εξίσωση των τιμών στην Ευρωζώνη, οι δε Γερμανοί εργοδότες ήταν σε πολύ καλύτερη θέση να συμπιέσουν τους μισθούς, λόγω των διαφορών στην παραγωγικότητα (εξαιτίας της προηγμένης τεχνολογίας κ.λπ.), αλλά και στην ανταγωνιστικότητα (λόγω του ότι η Γερμανία, ουσιαστικά, εισήλθε στην Ευρωζώνη με υποτιμημένο νόμισμα σε σχέση με τις χώρες του Νότου για τις οποίες ίσχυε το αντίθετο). Αν προστεθεί σε αυτό ότι οι χώρες του Νότου δεν είχαν πια τη δυνατότητα να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, ενώ η Γερμανία δεν είχε ανάγκη υποτίμησης αρκεί να συγκρατούσε τις αυξήσεις των μισθών σε επίπεδα αύξησης της παραγωγικότητας, τότε μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η Ευρωζώνη είναι ουσιαστικά ένας οικονομικός μηχανισμός μεταφοράς οικονομικού πλεονάσματος από τις χώρες του Νότου προς τον Βορρά και, κυρίως, τη Γερμανία.

* Martin Wolf, “Germans are wrong: the eurozone is good for them,” The Financial Times (7/9/2010).
** World Bank, World Development Indicators 2010, Table 4.8
 

Ένας μύθος των απατεώνων της «Αριστεράς» τύπου ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι αυτό που φταίει για την ανεργία, τη φτώχεια κλπ είναι οι πολιτικές λιτότητας των κακών νεοφιλελεύθερων. Στην πραγματικότητα όμως οι πολιτικές αυτές είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη λειτουργία της Ευρωζώνης και για αυτό επιβάλλονται «δια ροπάλου» από την Ευρω-χούντα των Βρυξελλών (Σύμφωνο Σταθερότητας κλπ). Έτσι, η παραμονή μιας χώρας σαν την Ελλάδα στην Ευρωζώνη εξασφαλίζει μεν σταθερό νόμισμα (γεγονός που, όταν μειώνεται η ανταγωνιστικότητα, όπως συμβαίνει με τη δική μας, αποτελεί μειονέκτημα!) και ένα πληθωρισμό που δεν απέχει πολύ από τον πληθωρισμό των μητροπολιτικών κέντρων σαν τη Γερμανία, αλλά συγχρόνως συνεπάγεται τη διατήρηση της ανεργίας σε πολύ υψηλά επίπεδα, εφόσον στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπου το κράτος δεν παίζει πλέον, όπως στη σοσιαλδημοκρατική περίοδο, ρόλο ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας, η μακρooικoνoμική πολιτική περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην δημιουργία αναπτυξιακών «κινήτρων», τα οποία, από μόνα τους, μόνο περιθωριακό ρόλο έπαιζαν ιστορικά. Η σύγκλιση δηλαδή των περιφερειακών χωρών τελικά επιτυγχάνεται με πολιτικές βάρβαρης λιτότητας, φτώχεια και ανεργία.

Η κύρια συνέπεια της εισδοχής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη ήταν ότι, ενώ το άνοιγμα στην ανταγωνιστικότητά μας σε σχέση με τα μητροπολιτικά κέντρα καλυπτόταν μέχρι τότε μέσω της υποτίμησης της δραχμής, και της παράλληλης συμπίεσης των μισθών και ημερομισθίων, μετά την εισδοχή, η μόνη δυνατότητα που έμενε ήταν η παραπέρα συμπίεση των εισοδημάτων των μισθοσυντήρητων. Σύμφωνα με την παγκοσμιοποιητική ιδεολογία, η επέκταση της ανεργίας και της φτώχειας θα ήταν απλώς το προσωρινό «αναγκαίο κακό» του μηχανισμού αυτού, εφόσον η συμπίεση μισθών και εισοδημάτων θα έφερνε και αντίστοιχη μείωση των τιμών και, επομένως, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, αποκαθιστώντας τελικά την σύγκλιση με τα μητροπολιτικά κέντρα!

Όμως, θεμελιακή προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού αυτού και την παροδικότητα της ανεργίας ήταν ότι οι βασικές αιτίες των αποκλίσεων, όσον αφορά στις μεταβολές στον πληθωρισμό, στο εργατικό κόστος και στην ανταγωνιστικότητα, καθώς και οι συνέπειές τους στον Προϋπολογισμό και το Ισοζύγιο Πληρωμών, οφείλονταν, επίσης, σε παροδικά φαινόμενα και όχι, φυσικά, σε διαρθρωτικά φαινόμενα που, όπως είδαμε, αποτελούν τη θεμελιακή αιτία της χρόνιας δομικής κρίσης ενός εξωστρεφούς «αναπτυξιακού» μοντέλου, όπως το μεταπολεμικό Ελληνικό. Για τα παπαγαλάκια της παγκοσμιοποίησης δηλαδή η σύγκλιση της Ελλάδας με τις χώρες του Βορρά θα ήταν συνέπεια της ίδιας της ένταξης στην Ευρωζώνη, πράγμα που ήταν βέβαια μύθος θεωρητικά, αλλά και αποδείχθηκε σαν τέτοιος και στην πράξη, αφού η σύγκλιση ήταν προϋπόθεση για να μην έχει η ένταξη καταστροφικές συνέπειες, όπως είχε στις χώρες του Νότου, αλλά ακόμη και σε χώρες του Βορρά, όπως η Βρετανία και η Γαλλία που –αντίθετα με τη Γερμανία–υπέστησαν τη μεγαλύτερη αποβιομηχάνιση, εξαιτίας της μετακόμισης των πολυεθνικών από αυτές.

Ένας βασικός μύθος των ελίτ για την ένταξή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ και στη συνέχεια την Ευρωζώνη ήταν τα δήθεν μεγάλα πλεονεκτήματα που θα είχαμε στην ανταγωνιστικότητα, που ως γνωστόν είναι ο μοχλός ανάπτυξης στη ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Όμως τα εμπειρικά στοιχεία δείχνουν το αντίθετο!

Τόσο η ανταγωνιστικότητά μας, με οποιοδήποτε τρόπο την μετρήσουμε, όσο και οι εξαγωγές μας σε σχέση με τις εισαγωγές μας, παρουσιάζουν δραματική χειροτέρευση μετά την ένταξη στην Ενιαία Αγορά και την Ευρωζώνη. Έτσι, αν μετρήσουμε την ανταγωνιστικότητα με βάση το ελληνικό μερίδιο στις παγκόσμιες εξαγωγές, το ποσοστό αυτό έπεσε από 0,23% πριν την ένταξή μας στην Ενιαία Αγορά (1990), στο περιθωριακό ποσοστό 0,16% μετά την ένταξή μας σε αυτή και την Ευρωζώνη (2008)! Δηλαδή, μέσα σε λιγότερο από 20 χρόνια, η ανταγωνιστικότητά μας μετρούμενη με αυτόν τον τρόπο μειώθηκε κατά 30%! Αντίστοιχα, εάν μετρήσουμε την ανταγωνιστικότητα με βάση τον λόγο εξαγωγών προς εισαγωγές, τότε, μετά την μεγάλη υποτίμηση του 1953, η ανταγωνιστικότητα σε όρους εξαγωγών/εισαγωγών εκτοξεύτηκε από το 23%, που είχε πέσει στην αρχή της δεκαετίας του ‘50, στο 55% τη διετία 1953-55. Όμως, η τεχνητή αυτή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αμέσως μετά άρχισε να φθίνει, και ο μέσος όρος στις δεκαετίες ‘60 και ‘70 είχε πέσει στο 38%, που αντιπροσώπευε το χαμηλότερο ποσοστό εξαγωγών/εισαγωγών σε ολόκληρη τη δυτική Ευρώπη και ένα από τα χαμηλότερα στον κόσμο, ενώ όταν στη δεκαετία του ‘80 εγκαταλείφθηκε η πολιτική της σταθερής δραχμής και ακολουθήθηκε πολιτική υποτιμήσεων και διολισθήσεων, η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε, εφόσον το ποσοστό εξαγωγών/εισαγωγών ανέβηκε στο 42%. Σε αυτό το επίπεδο παρέμεινε μέχρι το «κλείδωμα» της δραχμής στο Ευρωπαικό Νομισματικό Σύστημα. Μετά την ένταξή μας όμως στην Ευρωζώνη το ποσοστό αυτό έπεσε δραματικά στο 32% το 2008, παρουσιάζοντας δηλαδή μια χειροτέρευση κατά 24%! *

Όσον αφορά τις συνέπειες της ένταξης στην ανεργία, η ένταξη στην Ευρωζώνη έκανε το…άλμα να φθάσει το 7,7% στη πρώτη δεκαετία μετά την ένταξη**. Και, φυσικά, μετά το σκάσιμο της «φούσκας», το 2010,  έγινε πραγματικό άλμα αφού η ανεργία ξεπέρασε το όριο των 20% εδώ και αρκετά χρόνια  ―γεγονός που σημαίνει  επιστροφή στα επίπεδα της ανεργίας του 1960 πριν την ένταξη στην ΕΟΚ!

* World Bank, World Development Indicators 2010, Tables, 4.4 & 4.5.
** Στο ίδιο, Table 2.5.

Α) Κρίση στον βιομηχανικό τομέα

Δεδομένου ότι ο υποτυπώδης βιομηχανικός τομέας, που αναπτύχθηκε στον μεσοπόλεμο, ήταν δασμοβίωτος, μόλις η Ελληνική οικονομία άρχισε την μεταπολεμική περίοδο να ενσωματώνεται στην διεθνοποιούμενη οικονομία της αγοράς, μπήκε σε βαθιά κρίση. Το αποτέλεσμα ήταν το φούντωμα της ανεργίας που συγκαλύφθηκε για ένα διάστημα με την μαζική μετανάστευση.

Β) Η έκρηξη του παρασιτικού τομέα υπηρεσιών

Η ένταξή μας στην ΕΟΚ και το  άνοιγμα των αγορών μας ολοκλήρωσε την διαδικασία αυτή και οδήγησε στην άνθιση ενός παρασιτικού τομέα υπηρεσιών που, το 1981, ήδη απορροφούσε το 40% του ενεργού πληθυσμού, εξέλιξη που δεν είχε, βέβαια, καμία σχέση με την παράλληλα αναδυόμενη πληροφορική επανάσταση και την αντίστοιχη επέκταση ενός εξειδικευμένου τομέα υπηρεσιών στα καπιταλιστικά κέντρα.

Γ) Ο μαρασμός του αγροτικού μας τομέα μετά την ένταξη στην ΕΟΚ

Στο μεταξύ, ο αγροτικός τομέας, παρά το γεγονός ότι λόγω της χαμηλής παραγωγικότητάς του δεν μπορούσε να εξασφαλίσει ένα βιώσιμο εισόδημα για πολλούς αγρότες, εξακολουθούσε μέχρι την ένταξή μας στην ΕΟΚ, το 1981, να απασχολεί το 31% του ενεργού πληθυσμού, έναντι ενός μέσου ποσοστού 7% στα μητροπολιτικά κέντρα (δηλαδή τις «βιομηχανοποιημένες οικονομίες της αγοράς») της ΕΟΚ. Στην περίοδο όμως μετά την ένταξη, σημειώνεται γενική αποδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής, παρά τις πολυδιαφημισμένες επιδοτήσεις από την ΚΑΠ (Κοινοτική Αγροτική Πολιτική). Έτσι, ο αγροτικός πληθυσμός υπέστη πραγματική καθίζηση μετά το 1981, αφού το ποσοστό των αγροτών στον συνολικό ενεργό πληθυσμό την περίοδο 2004-08 ήταν μόλις 8% του ενεργού πληθυσμού, δηλαδή το ένα τέταρτο του ποσοστού τον καιρό της ένταξης!  Το ίδιο, βέβαια, συνέβη και στα μητροπολιτικά κέντρα, αλλά ενώ, για παράδειγμα, στην Ευρωζώνη το ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού στον συνολικό ενεργό πληθυσμό μειώθηκε κατά 29% μεταξύ των δεκαετιών του 1990 και 2000 (από το 1990-92 στο 2004-08), στην Ελλάδα, κατά την ίδια περίοδο, μειώθηκε κατά 60%, παρουσιάζοντας δηλαδή υπερδιπλάσια μείωση από την Ευρωζώνη!  Ακόμη, ενώ η μείωση του αγροτικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στα μητροπολιτικά κέντρα δεν επηρέασε την αγροτική παραγωγή, που συνέχισε να αυξάνει με γοργούς ρυθμούς, στην Ελλάδα βάλτωσε. Έτσι, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της αγροτικής παραγωγής στην Ευρωζώνη (που περιλαμβάνει και την περιφέρεια όπου σημειώθηκε σημαντική μείωση, σε αντίθεση με τα μητροπολιτικά κέντρα), στην εικοσαετία 1990-2008 ήταν οριακά θετικός (περίπου 0,5%), ενώ ο Ελληνικός ήταν σημαντικά αρνητικός (περίπου -2%).  Και αυτό, ενώ την εικοσαετία πριν την ένταξη (1961-81) η αγροτική παραγωγή μας αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,7%! Ο μαρασμός αυτός του αγροτικού τομέα έχει βέβαια καταστροφικές συνέπειες στην οικονομική αυτοδυναμία της χώρας σε σχέση με τον κρίσιμο τομέα διατροφής.

Αν, δηλαδή, ξεκινήσουμε από μια διαφορετική συλλογιστική, η οποία υποθέτει ότι τόσο o διαφορικός πληθωρισμός στη χώρα μας, όσο και τα ελλείμματα στο Ισοζύγιο Πληρωμών έχουν βασικά διαρθρωτικό χαρακτήρα, οφείλονται, δηλαδή, στην χρόνια δομική κρίση μιας εξαρτημένης οικονομίας, το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι η ένταξη στην Ευρωζώνη, ακόμα και εάν πετυχαίναμε δημοσιονομική και πληθωριστική σύγκλιση, θα σήμαινε μόνιμη λιτότητα και ανεργία. Και αυτό, διότι, τo χρόνιο άνοιγμα μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης στη χώρα μας, που εκδηλώνεται κύρια με τo χρόνιο έλλειμμα στο Εμπορικό Ισοζύγιο, φανερώνει μια μόνιμη αιτία απόκλισης. Η οικονομία μας, δηλαδή, σε αντίθεση με τις μητροπολιτικές χώρες, πάσχει από μόνιμη διαρθρωτική ανισορροπία και όχι από παροδικές ανισορροπίες. Αυτό σημαίνει ότι η ένταξη οδήγησε σε ένα φαύλο κύκλο μειωνόμενης ανταγωνιστικότητας (γιατί η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τελικά  στηριζόταν  αποκλειστικά στις ξένες επενδύσεις ―που δεν έγιναν ποτέ!) και στη συνακόλουθη διαρκή ανάγκη πολιτικών λιτότητας. Και, φυσικά, όπως διδάσκει η πικρή εμπειρία, την πολιτική λιτότητας δεν την πληρώνουν όλοι στον ίδιο βαθμό, ιδιαίτερα στη χώρα μας όπου ανθεί η παραoικoνoμία και η φοροδιαφυγή…

Η πρόσφατη, άλλωστε, Ιστορική εμπειρία δείχνει ότι η Ελληνική ανταγωνιστικότητα χειροτέρευσε σημαντικά τη δεκαπενταετία πριν την ένταξη στην ΟΝΕ. Η χειροτέρευση όμως αυτή δεν οφειλόταν στο εργατικό κόστος, τον πληθωρισμό ή τα δημοσιονομικά ελλείμματα, εφόσον η χρόνια υποτίμηση της δραχμής φρόντιζε για την σημαντική αντιστάθμιση των παραγόντων αυτών. Η δραχμή είχε υποστεί όχι απλώς κατολίσθηση, αλλά καθίζηση στην περίοδο της μεταπολίτευσης, αλλά και τη μεταπολεμική περίοδο γενικότερα. Έτσι, μετά από τρεις υποτιμήσεις και αρκετές διολισθήσεις), η δραχμή είχε το 1998 λιγότερο από το 10% της αξίας που είχε το 1974, όταν εγκαταλείφθηκε η 20ετής σταθερά ισοτιμία της προς το δολάριο. Η χρόνια, επομένως, χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητάς μας οφειλόταν, πρωταρχικά, στην έλλειψη διαρθρωτικής σύγκλισης, στην έλλειψη δηλαδή, σε τελική ανάλυση, παραγωγικών επενδύσεων και του συνακόλουθου εκσυγχρονισμού της παραγωγικής βάσης, εφόσον η χώρα μας εξακολουθούσε να εξειδικεύεται σε προϊόντα για τα οποία από τη μια μεριά η παγκόσμια κατανάλωση έφθινε και από την άλλη υπήρχε οξυνόμενος ανταγωνισμός από τρίτες χώρες. Αυτό σήμαινε ότι μετά την ένταξη μας στην Ευρωζώνη η ελίτ μας δεν είχε κανένα άλλο μηχανισμό για ν’ αντισταθμίζει την χρόνια πτώση της ανταγωνιστικότητας από τη συμπίεση του εργατικού κόστους!

Πού οφείλεται λοιπόν η απόφαση για την ένταξη στην Ευρωζώνη που επεβλήθη σε έναν απληροφόρητο λαό, τον οποίο ούτε ρώτησε, ούτε, βέβαια, πληροφόρησε ποτέ κανείς, για τις πραγματικές συνέπειες της απόφασης αυτής, πέρα από ασήμαντες συνέπειες, όπως π.χ. ότι δεν θα χρειάζεται ν’ αλλάζει νομίσματα όταν κάνει τουρισμό στην Ευρώπη;

Η Ελλάδα σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο και ιδιαίτερα μετά την ένταξή της στην ΕΕ, αντιμετώπιζε μια συνεχή διεύρυνση του ανοίγματος μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Πράγμα που εξηγείται από το ίδιο το γεγονός της ενσωμάτωσής της στη διεθνή αγορά και της αδυναμίας των προϊόντων μας (λόγω της χαμηλής ανταγωνιστικότητάς τους που ανάγεται στη χαμηλότερη παραγωγικότητα μιας χώρας με την τεχνολογική ανάπτυξη της ημιπεριφέρειας) να ανταγωνιστούν τα ξένα, όχι μόνο στο εξωτερικό, αλλά ακόμη και στο εσωτερικό. Η αναπόφευκτη συνέπεια ήταν η προϊούσα κατάκτηση της ελληνικής αγοράς από τα ξένα εμπορεύματα και η αδυναμία των ελληνικών εμπορευμάτων να ανταγωνιστούν τα ξένα στην Ευρωπαϊκή αγορά. Ο μηχανισμός ο οποίος όλα αυτά τα χρόνια έμπαινε σε κίνηση για να μειώσει την «ανισορροπία» αυτή ήταν η συνεχής υποτίμηση της δραχμής–είτε μέσω των απότομων δραστικών υποτιμήσεων, είτε μέσω της βραδείας διολίσθησής της σε σχέση με το ευρώ και το δολάριο. Έτσι, ενώ το 1989 το ευρώ ανταλλασσόταν προς 179 δραχμές, τη στιγμή της ενσωμάτωσής μας στη Ευρωζώνη ανταλλασσόταν με 341 δραχμές, πράγμα που σήμαινε ότι από το 1989 μέχρι τη στιγμή της εξαφάνισής της, η δραχμή είχε χάσει σχεδόν το μισό της αξίας της σε σχέση με το ευρώ. Αντίστοιχα, είχε χάσει περίπου 56% της αξίας της σε σχέση με το δολάριο.

Με βάση όμως τα παραπάνω γεννιέται το ερώτημα γιατί η ελίτ μας αποφάσισε την εισδοχή μας στην Ευρωζώνη που σήμαινε την εξάλειψη του μηχανισμού αυτού «τεχνητής» βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας;

Οι οικονομικοί λόγοι έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι οι περιφερειακές ελίτ, για να επιβιώσουν στον ανελέητο ανταγωνισμό των ανοικτών και ελεύθερων αγορών που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση, αναγκάζονται να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους μέσω της πρόσδεσης του νομίσματός τους σε ένα ισχυρό νόμισμα (π.χ. Λατινοαμερικάνικες χώρες σε σχέση με το δολάριο) ή και της ίδιας της κατάργησης των νομισμάτων τους, (όπως κάνουν σήμερα οι χώρες της Ευρωπαϊκής ημιπεριφέρειας μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα). Όμως, η «λύση» αυτή όχι μόνο δεν αποτελεί πραγματική λύση, αλλά και χειροτερεύει τη κατάσταση, αφού εξασφαλίζει μεν συναλλαγματική και νομισματική σταθερότητα, η οποία πράγματι είναι απαραίτητη για τη μείωση του ανοίγματος παραγωγής-κατανάλωσης, προϋποτιθεμένου όμως ότι θα οδηγήσει σε μαζικές επενδύσεις στην παραγωγική δομή και δραστική βελτίωση της παραγωγικότητας. Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε η «λύση» αυτή χειροτερεύει ακόμη περισσότερο από πριν την ανταγωνιστικότητα, εφόσον λειτουργεί ουσιαστικά σαν ανατίμηση, κάνοντας πιο ακριβές τις εξαγωγές και πιο φθηνές τις εισαγωγές. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Αργεντινή το 2000 και το ίδιο επαναλήφθηκε στην Ελλάδα το 2010, και ήταν η κύρια αιτία της σημερινής κρίσης. Όσο όμως η ανταγωνιστικότητα χειροτερεύει, με δεδομένη την αδυναμία υποτίμησης, ένας νέος εξισορροπητικός μηχανισμός μπαίνει σε κίνηση που λειτουργεί όχι με την αλλαγή της δομής των «εξωτερικών» τιμών (δηλαδή της αξίας του νομίσματος), αλλά των «εσωτερικών» τιμών (τμήμα των οποίων αποτελούν και οι μισθοί) που πρέπει να διατηρούνται σε επίπεδα χαμηλά, ανταγωνιστικά των εταίρων μας. Έτσι, με το ισχυρό ευρώ στη τσέπη μας, πράγματι… απολαύσαμε όλοι, αυτά τα χρόνια, νομισματική και συναλλαγματική σταθερότητα, αλλά οι περισσότεροι απλά μπορούσαν ν’ αγοράζουν όλο και λιγότερα πράγματα με όσα ευρώ κατέληγαν στην τσέπη τους.

Είναι λοιπόν φανερό ότι είναι βασικά πολιτικοί οι λόγοι που οδήγησαν τις ελίτ μας ν’ αποδεχτούν, ήδη πριν την καταστροφική κρίση, την ένταξή μας στην Ευρωζώνη, (που ήταν άλλωστε μαζί με την προηγηθείσα ένταξη στην ΕΕ οι βασικές αιτίες της ίδιας της καταστροφής), με το αιτιολογικό ότι η ΕΕ γενικά και η ΟΝΕ ειδικότερα λειτουργούν σαν ισχυρή «ασπίδα» προστασίας του συστήματος, τόσο του οικονομικού όσο και του πολιτικού:

  • Του οικονομικού συστήματος, διότι οι ελίτ μας, γνωρίζοντας «από μέσα» την αποτυχία του μεταπολεμικού «αναπτυξιακού» μοντέλου, υπολόγισαν ότι η ένταξη στην ΟΝΕ θα έδενε περισσότερο τα λαϊκά στρώματα στο σύστημα –έστω και αν η κατάσταση συνέχιζε να χειροτερεύει– επειδή θα φοβόντουσαν να συγκρουστούν με το σύνολο της Ευρωπαϊκής ελίτ. Και σε αυτόν τον υπολογισμό, μέχρι τώρα τουλάχιστον, οι ελίτ δεν έκαναν λάθος, εφόσον έτσι μόνο μπορούμε να εξηγήσουμε την απουσία μιας μαζικής κινητοποίησης μπροστά στη γενική επίθεση των ελίτ εναντίον τους σήμερα.
  • Και του πολιτικού συστήματος, διότι οι ελίτ μας πάντα ένιωθαν ανασφαλείς, γεγονός που ώθησε το μεγαλύτερο τμήμα τους ακόμη και να υποστηρίξουν, άμεσα ή έμμεσα, μια στρατιωτική χούντα σε λιγότερο από  20 χρόνια μετά τη νίκη τους στον εμφύλιο πόλεμο! Προφανώς, η σύνδεση της τύχης της δικής μας ελίτ με αυτή της Ευρωπαϊκής έπαιζε βασικό ρόλο στη καταπολέμηση αυτής της ανασφάλειας.